- πνεύμων
- -όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Αστον πληθ. οι πνεύμονες(ανατ.-φυσιολ.-ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού αίματος) και τού εξωτερικού περιβάλλοντος (τού αναπνεόμενου αέρα)νεοελλ.1. (συγκριτ. ανατ.) ονομασία ειδικών θυλακοειδών οργάνων ορισμένων ολοθουρίων στα οποία το νερό εισέρχεται από την έδρα, παραμένει στο ορθό και κατόπιν αποβάλλεται εναλλακτικά, λειτουργία η οποία είναι αναπνευστική, απεκκριτική και στηρικτική τού σώματος2. μτφ. πηγή ζωής, καθαρού αέρα και χώρος όπου ο άνθρωπος μπορεί να έλθει σε επαφή με τη φύση («ο εθνικός κήπος είναι σχεδόν ο μοναδικός πνεύμονας τής Αθήνας»)3. φρ. «πνεύμονας αγρότη»ιατρ. πνευμονική αλλεργιοπάθειααρχ.η έδρα τών ερωτικών ορμών και επιθυμιών («Διὸς τυραννεῑ πλευμόνων», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μέλους τού σώματος, η οποία απαντά με ποικίλες μορφές στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ο αρχικός τ. τής λ. στην Ελληνική είναι ο τ. πλεύμων, ενώ ο τ. πνεύμων, ο οποίος και επικράτησε, σχηματίστηκε κατ' επίδραση τής λ. πνεῦμα. Η λ. πλεύμων (< ΙΕ τ. *pleumon) ανάγεται στη ρίζα *pleu- «επιπλέω, κολυμπώ» τού ρ. πλέω* (με επίθημα -μων, πρβλ. ελεή-μων), λόγω τού ότι οι πνεύμονες επιπλέουν στο νερό. Από μορφολογική άποψη πιο κοντά στον ελλ. τ. είναι το αρχ. ινδ. kloman- «δεξιός πνεύμονας» (με ανομοιωτική τροπή τού -ρ- σε -k-) και επίσης το λατ. pulmo (< *plumo), το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *pleu- (πρβλ. γαλλ. poumon). Τέλος, στην ίδια ρίζα αλλά με διαφορετικό επίθημα (IE *pleu-tio) ανάγονται τ., όπως τα αρχ. πρωσ. plauti, λιθουαν. plaūčiai, αρχ. σλαβ. pljušta. Ο νεοελλ. τ. πλεμόνι < πνευμόν-ιον (ανομοιωτικά), με αποβολή τής διφθόγγου -ευ- πριν από -μ- (πρβλ. πλεμάτι < πλεγμάτ-ιον).ΠΑΡ. πνευμονία, πνευμονικόςαρχ.πλευμονία, πνευμονίας, πνευμόνιον, πνευμονίςνεοελλ.πνευμονίτιδα].
Dictionary of Greek. 2013.